- κατόζω
- κατόζω (Α)μυρίζω πολύ άσχημα, αναδίδω κακή οσμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὄζω «μυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek